- βρεφολουτήρας
- ολουτήρας κατάλληλος για το μπάνιο του βρέφους: Με το που γέννησε αγόρασε ένα βρεφολουτήρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.